Αναζήτηση
Το ψυχολογικό φορτίο της πατριαρχίας, στην ταινία του Ασγκάρ Φαραντί Ο Εμποράκος
- Δέσποινα Λιμνιωτάκη, Ψυχολόγος MSc
- πριν από 19 ώρες
- διαβάστηκε 6 λεπτά
«Αμίν, να είσαι σίγουρος πως κάποιος άντρας φέρθηκε άσχημα στην κυρία σε ένα ταξί και τώρα νομίζει πως είμαστε όλοι ίδιοι» (21:41)
Ο Εμαάντ (Shahab Hosseini) διαφέρει.
Αυτή η απόκλιση του κεντρικού ήρωα της ταινίας από τα πατριαρχικά πρότυπα της ιρανικής κοινωνίας, αυτή η διαφορά από την οποία ο Εμαάντ προσπαθεί απεγνωσμένα να γαντζωθεί, χωρίς να «μετατραπεί σε αγελάδα» («Πώς μπορείς να μεταμορφωθείς σε αγελάδα»; ρωτάει ο μαθητής του στην τάξη. «Σταδιακά», απαντάει ο Εμαάντ, αποτίοντας φόρο τιμής στον Ρινόκερο του Ιονέσκο, 6:30), αυτή είναι και η ψυχολογική διαδρομή του, καθώς ενσαρκώνει το δίλημμα ανάμεσα στη διαμόρφωση μιας προσωπικής, ηθικής συνείδησης και την κοινωνικά επιβαλλόμενη ταυτότητα του τι σημαίνει «άνδρας» στο Ιράν του 2016.

Ο Εμαάντ είναι καθηγητής και ηθοποιός, σύζυγος της Ράνα (Taraneh Alidoosti), αγαπημένος στην κοινότητα των μαθητών και των γειτόνων του, ένας φιλήσυχος άνθρωπος που αντιμετωπίζει τη ζωή όπως αυτή έρχεται, προσπαθώντας να κάνει το καλύτερο δυνατό. Η ζωή του ζευγαριού εξελίσσεται με φόντο την κατασκευή της θεατρικής απόδοσης του έργου «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλλερ, μιας ιστορίας δηλαδή για τα παζάρια που χρειάζεται να κάνουμε στη ζωή, αναζητώντας το νόημα του τι σημαίνει ευτυχία και επιτυχία και του τι θα αφήσουμε πίσω στην επόμενη γενιά, στα παιδιά μας και συγκεκριμένα στους γιους μας (η ταινία του Φαραντί είναι γεμάτη αγόρια όλων των ηλικιών κι ακόμα, είναι γεμάτη από απουσίες, όπως η απώλεια του πατέρα του παιδιού που τραβάει βίντεο τον κοιμώμενο Εμαάντ στην τάξη, θέλοντας να τον διακωμωδήσει): οι «εμποράκοι» είμαστε εμείς και η καθημερινότητα μας - ακροβατώντας πάνω στο ρεαλιστικό και το θεατρικό των πραγμάτων - διαμορφώνεται μέσα από εσωτερικές συγκρούσεις και δύσκολες επιλογές. Η ταινία ξεκινάει με το «γκρέμισμα μιας πόλης», την αναγκαστική εκκένωση της πολυκατοικίας στην οποία μένει το ζευγάρι, λόγω στατικής επικινδυνότητας. Στην ταινία, ολόκληρη η ζωή του Εμαάντ θα παρουσιάσει «στατικά» προβλήματα, καθώς καμία από τις σταθερές που νόμιζε ότι είχε (γάμος, καθημερινές ρουτίνες, σπίτι) ή στις οποίες υπολόγιζε (τη δημιουργία ενός παιδιού) δεν πρόκειται να εξελιχθεί σύμφωνα με κάποιο πλάνο. Εδώ, η κίνηση «προς τα πρόσω», όπως την περιγράφει στο βιβλίο του ο Syd Field (1986), είναι εξωτερική και εσωτερική και πολύ επιτακτική: το ζευγάρι οφείλει να πάρει τους δρόμους προς αναζήτηση στέγης αλλά την απάντηση στην εύρεση «στέγης», την εύρεση δηλαδή ενός απάνεμου λιμανιού, ενός καταφυγίου στο οποίο το ζευγάρι επιτέλους θα αισθανθεί, μέσα του, ασφαλές, ο σκηνοθέτης δεν τη δίνει ποτέ.
«Αλλά δεν πέθανε κανείς» (21:50)
Ο Εμαάντ πιστεύει ότι ο φυσικός θάνατος είναι το μοναδικό μη αναστρέψιμο γεγονός στη ζωή ενός ανθρώπου. Όμως κάτι άλλο πεθαίνει από το τραυματικό γεγονός που λαμβάνει χώρα, στην επόμενη σκηνή, εν τη απουσία του: οι βεβαιότητες με τις οποίες το ζευγάρι λειτουργούσε στο περιβάλλον του, η ασφάλεια, η ιδιωτικότητα και η ψευδαίσθηση ενός άντρα ότι μπορεί να προστατέψει τη γυναίκα του ενάντια σε όλα τα δεινά, όλα αυτά διακόπτονται βίαια και ανεπιστρεπτί, το βράδυ που η Ράνα ανοίγει την πόρτα σε έναν άγνωστο, πιστεύοντας ότι είναι ο σύζυγος της που περιμένει. Η Ράνα βρίσκεται αιμόφυρτη και τραυματισμένη στο μπάνιο ενώ οι γείτονες προλαβαίνουν να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο προτού ο Εμαάντ προλάβει, ακόμα ένα πλήγμα στην ικανότητα του «να προστατεύει». Από εκείνο το σημείο, η αφήγηση μπαίνει σε μια πιο σκοτεινή και αγωνιώδη πορεία καθώς ο σύζυγος Εμαάντ βρίσκει τον εαυτό του μετέωρο ανάμεσα σε κοινωνικά και πολιτισμικά αντανακλαστικά που σχετίζονται με την τιμή, την αρρενωπότητα και την προστασία του ιδιωτικού χώρου. Σταδιακά, η επίθεση στη Ράνα μετατρέπεται μέσα του σε μια προσωπική σταυροφορία, αφού βιώνει τα ακόλουθα γεγονότα ως προσωπική ταπείνωση από την αδυναμία του να τα κατανοήσει (την ψυχολογική κατάσταση της γυναίκας του που έχει τραυματιστεί) και να τα μεταβολίσει μαζί της σε νόμιμη, θεμιτή ενέργεια (καταγγελία στην αστυνομία).
«Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να ταπεινωθούν δημοσίως» (37:51)
Comments