Αναζήτηση
Κι Εγώ για Μένα - μια συγκλονιστική ταινία για την αναπηρία (cinematherapy analysis)*
- healingtreeproject

- 7 Ιουλ
- διαβάστηκε 3 λεπτά
Η ταινία του Τζώρτζη Γρηγοράκη Κι εγώ για Μένα (2009) είναι ένα ειρωνικό σχόλιο πάνω στην «καταναγκαστική αυτάρκεια» που δημιουργεί η αναπηρία, μια κατάσταση στην οποία η συνεξάρτηση από τον φροντιστή είναι αντιστρόφως ανάλογη της ανάγκης του ανάπηρου ατόμου να μάθει να επιβιώνει εσωτερικά ολομόναχο, χωρίς ευρύτερο συναισθηματικό δίκτυο και χωρίς τη βοήθεια της κοινωνίας που δεν συνεπικουρεί στην ομαλή προσαρμογή του, θεωρώντας την αναπηρία ως καθολική αχρηστία. Αυτή η συνθήκη δημιουργεί μια εσωτερική σύγκρουση για τον πρωταγωνιστή της ταινίας που την διακατέχει, ως κλίμα, από την αρχή ως το τέλος.
Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Αντώνης, ο οποίος ετεροκαθορίζεται από όλα αυτά που ήταν στο παρελθόν, πριν το ατύχημα, όπως εμφανίζονται με τη μορφή ονειρικών αναμνήσεων στην ταινία αλλά και μέσα από την συνεδρία με τον ψυχοθεραπευτή του κατά την οποία διαδηλώνει την οργή του για την απουσία ισοτιμίας στην καθημερινή διαβίωση με άλλα άτομα. Κατανοώντας βαθύτερα την αναπηρία που δεν πίστευε ποτέ ότι θα συνέβαινε στον ίδιο, έχει ακόμα μία πρόκληση να αποσαφηνίσει: αυτή της συναισθηματικής προσκόλλησης στη γυναίκα που αγαπάει.
«Γαμώ την κίνηση μου μέσα» στην αρχή και το τέλος της ταινίας, το ειρωνικό σχόλιο, ο πραγματικός αλλά και ο εσωτερικός εγκλωβισμός του ίδιου του πρωταγωνιστή και της αγαπημένης του σε σχέσεις, καταστάσεις και εκκρεμότητες. Τα αδιέξοδα είναι πρακτικά και ψυχικά. Το πρόβλημα της φρίκης της απομόνωσης του ανάπηρου Αντώνη εμφανίζεται εξαρχής μέσα από την πάλη του Αντώνη να επιτυγχάνει μικρούς, καθημερινούς αγώνες, ολομόναχος πχ να ντύνεται, να πλένει δόντια ή να καπνίζει και να προσπαθεί να ζήσει. Η εισαγωγή της φρίκης γίνεται αμέσως, χωρίς να έχει προηγηθεί αφήγηση. Ταυτόχρονα, η Ευτυχία είναι και η ίδια εγκλωβισμένη στην αμφιβολία σχετικά με το αν κάνει το σωστό, όπως η κοινωνία (ο πατέρας της) το ορίζει. Η κατάσταση είναι στατική.
«Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο», κυριολεκτικά και μεταφορικά (3:00) - Ο ερχομός της Ευτυχίας στο σπίτι τους, μια γυναίκα δραστήρια, διαρκώς σε κίνηση. Είναι περισσότερο από μία βοηθός, μια γυναίκα αφοσιωμένη, που αγαπάει και θέλει να αποκαταστήσει την κανονικότητα. Η Ευτυχία καθαρίζει το σώμα και τις πληγές του Αντώνη, το άγγιγμα της είναι τρυφερότητα αλλά και ανάγκη. Η συμβίωση τους έχει χαμόγελα αλλά και εξάρτηση. Είναι εφικτή η σωτηρία της ψυχής τους;
«Πώς σ’ αγκαλιάζει;» (9:35) είναι η άρνηση της κοινωνίας (με τη μορφή του πατέρα της Ευτυχίας) να αναγνωρίσει ισότιμα τις σχέσεις των ανθρώπων με αναπηρία. Η σκηνή μιλάει για τη βαθιά και ανθρώπινη ανάγκη να παραμείνουμε ικανοί να αγαπάμε και να αγαπηθούμε ακόμα και μέσα από σκληροπυρηνικές αλλαγές.
Η συνάντηση με τον συνεντευξιαστή. Σκληρή, απαξιωτική, ενδεικτική της στάσης της κοινωνίας απέναντι στην αναπηρία. «Εσύ δεν με θες» (11:44). Η σκηνή «τραβάει» μέχρι την κατοπινή συνάντηση του Αντώνη με τον πρώην συνάδελφο του. Ο τελευταίος, σε πλήρη εναρμόνιση με τον πατέρα της Ευτυχίας, στέκεται αμήχανος απέναντι στη νέα πραγματικότητα του Αντώνη. Η συζήτηση τους για την τουαλέτα, φέρνει τους θεατές κοντά στα σύνορα της αξιοπρέπειας.






















Σχόλια