top of page
Αναζήτηση
  • Δέσποινα Λιμνιωτάκη, Ψυχολόγος MSc

Δεσποινίς ετών 39

Μπορεί να έχουμε κάνει βήματα μπροστά στη διεκδίκηση ελευθεριών για τους εαυτούς μας και τους άλλους, μπορεί να ανοίξαμε το διάλογο για τη βία σε σχέση με τις κλειστές πόρτες και τα κλειστά στόματα του παρελθόντος, μπορεί να κάνουμε συμπράξεις και συνέργειες με αυξανόμενη πρόοδο, να είμαστε στο δρόμο για το σπάσιμο της γυάλινης οροφής ή απλά να μιλάμε συχνότερα για όλα αυτά που μας ταλαιπωρούν, όμως υπάρχει ένας ελέφαντας που δεν λέει να μετακινηθεί από τη μέση του καθιστικού που υπάρχει στο μυαλό μας, παρά τις συντονισμένες προσπάθειες: είναι ο ελέφαντας του εξουθενωτικού άγχους για την εξεύρεση συντρόφου, εκείνος ο αρχέγονος φόβος που μοιάζει να κατακλύζει ένα μεγάλο αριθμό γυναικών καθώς ανεβαίνουν οι αριθμοί στην ηλικία, μετατοπίζοντας δραματικά τη συζήτηση, από την ενδυνάμωση στο απόλυτο αίσθημα αδυναμίας επειδή δεν υπάρχει κάπου δίπλα ένας άνδρας. Εδώ δεν έχουμε γυάλινη οροφή, πρόκειται για τοίχο στον οποίο συνεχίζουμε να κουτουλάμε σε υψηλά ποσοστά χωρίς να έχουμε ποτέ καταφέρει να μιλήσουμε για το τι είναι αυτό που μας φοβίζει τόσο πολύ. ‘Η αλλιώς, ποια είναι η κοινωνική επιταγή που υπηρετούμε αδιάλειπτα, χωρίς να κάνουμε μια στάση να αναρωτηθούμε για το πώς είναι δυνατόν να καταρρέει ψυχολογικά το όμορφο οικοδόμημα που φτιάχνουμε επί χρόνια - με προσπάθειες, με γνώση και καλλιέργεια, μέσα από όμορφες παρέες και συζητήσεις - μόνο και μόνο επειδή στο σκηνικό δεν βρίσκεται ένας σύντροφος και μάλιστα εκείνος που θα μας οδηγήσει στα σκαλιά της εκκλησίας.



Στην ομώνυμη με τον τίτλο ελληνική ταινία της μικρής οθόνης, γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια από την ευρύτερη οικογένεια μιας γυναίκας να μπει στεφάνι με οποιοδήποτε τίμημα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, αρκεί να φύγει αυτή από τη μέση, παντρεμένη. Το αντίθετο θα την καταδίκαζε σε μια ζωή στίγματος και περιθωριοποίησης, πράγμα που επιπλέον θα επηρέαζε τη ζωή του αδελφού της για τον οποίο αποτελούσε βάρος προς ξεφόρτωμα σε κάποιον άλλο άνδρα. Νομίζουμε ότι ο κόσμος έχει προχωρήσει μίλια μακριά από μια τέτοια νοοτροπία αλλά δυστυχώς δεν έχουμε μετακινηθεί ρούπι από την ουσία της. Η κοινωνία εξακολουθεί να επιβραβεύει με πολλούς τρόπους το ζευγάρωμα σε αντίθεση με άλλες επιλογές, τις οποίες καν δεν αναγνωρίζει ως τέτοιες. Με άλλα λόγια, η έλλειψη συντρόφου εξακολουθεί να βλέπεται ως κάτι στο οποίο μια γυναίκα δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί με επιτυχία και η οικογένεια της γυναίκας είναι η πρώτη που θα της το χτυπήσει με κάθε πιθανό τρόπο - μέσω της σύγκρισης με τις άλλες, μέσω της λεκτικής υποτίμησης της προσωπικότητας της, μέσω της απαξίωσης οποιασδήποτε προσπάθειας μια γυναίκα μπορεί να έχει κάνει για τον εαυτό της. Δεν συζητάω καθόλου για το στίγμα της μη τεκνοποίησης, το οποίο είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, εσαεί ανοιχτό, επειδή ακόμα κι ένα παιδί ίσον κανένα: αν αποφασίσεις να χορέψεις στο ρυθμό που σου παίζουν οι άλλοι, δεν υπάρχει διαφυγή ως προς το μέγεθος των ενοχών που η κοινωνία είναι ικανή να κατασκευάσει για σένα.

Το ερώτημα όμως είναι αν έχουμε πραγματικά δημιουργήσει επιλογές για τον εαυτό μας ή απλά αν παίζουμε θέατρο πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Ο αριθμός των γυναικών που καταλήγουν με αίσθημα ματαίωσης επειδή «είναι μόνες» (είμαι υποχρεωμένη να βάλω τη φράση σε εισαγωγικά καθώς αυτές υπονοούν ότι είναι μόνες επειδή δεν υπάρχει σύντροφος δίπλα τους ορατός, χειροπιαστός, κάποιος που να μπορούν να τον δείξουν με τη σειρά τους στις φίλες τους και, ναι!, ήρθε και η δική τους σειρά), είναι σοκαριστικά μεγάλος. Η αγωνία γι’ αυτό τον ένα και μοναδικό σκοπό, η κατανάλωση ενέργειας στο να αναρωτιέσαι για το ριζικό σου, το στρες, η αυτολύπηση, όλα τα αρνητικά στερεότυπα που ροκανίζουν την ψυχή και την καθημερινότητα μας, είναι απολύτως αληθινά και τρομακτικά ως προς την έκταση και την ένταση με την οποία εμφανίζονται. Αρνητικά εντυπωσιακό είναι το ότι η πίεση του ζευγαρώματος είναι ίδια και χειρότερη όταν προέρχεται από συνομηλίκους, το κλαμπ των ζευγαριών έχει αυστηρή πόρτα έξω από την οποία μια πλειοψηφία μοιρολογεί γιατί δεν θέλει να διαφέρει , «συγγνώμη που δεν σε κάλεσα, βγήκαμε ζευγάρια», «έχω κάνει πέρα τη Μαίρη γιατί είναι μόνη, δεν κολλάει σε παρέα με οικογένειες» κλπ. Ένα άλλο ψυχοκοινωνικά ενδιαφέρον στοιχείο είναι το ότι, παρά τις δυνατότητες στην εποχή μας για όλους τους ανθρώπους να έχουν δίπλα τους κάποιον/α με τους οποίους να μοιράζονται οτιδήποτε είναι αυτό που θέλουν να μοιραστούν, το νούμερο ένα παράπονο εξακολουθεί να είναι το παντρολόγημα, ενώ, ως σημαντική σχέση, ως σχέση ζωής νοείται μονάχα κάτι που έχει ευλογήσει ο παπάς, άντε και ο δήμαρχος.


Σε αυτή τη μεγάλη συζήτηση που θα έπρεπε να καλύπτει τουλάχιστον τη μισή ημέρα ενός συνεδρίου για τη γυναικεία ενδυνάμωση, εμπλέκονται γλυκά τα στερεότυπα με την ηθικολογία, η βιολογία με αντιλήψεις περί εκπλήρωσης σκοπών, η θρησκευτική ηθική με τα υπαρξιακά ερωτήματα για το ποιοι είμαστε και το που θέλουμε επιτέλους να πάμε και μήπως έχουμε χάσει το νόημα που οπωσδήποτε κάποιος άλλος είναι πανέτοιμος να προσδιορίσει για μας; Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο όμως, επειδή δηλαδή η ζωή μας αναλύεται, κρίνεται, εγκρίνεται, απορρίπτεται, και τελικά διαμορφώνεται από οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό μας, είναι καιρός να αναρωτηθούμε σήμερα, αύριο και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή σε ποιον ανήκουν όχι μόνο τα σώματα μας (που ευτυχώς υπάρχει πλέον η κοινή συναίνεση ότι ανήκουν σε μας) αλλά κυρίως τα μυαλά που κουβαλάμε.


Σε κάθε περίπτωση, αγαπημένη μου, το άλλο σου μισό είσαι πάλι εσύ.



bottom of page