top of page
Αναζήτηση
  • Δέσποινα Λιμνιωτάκη, Ψυχολόγος MSc

Ο θάνατος και το μικρό παιδί*

Για τα πολύ μικρά παιδιά, ο θάνατος δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Παρόλα αυτά, η εμπειρία της απώλειας και του πένθους μέσα στην οικογένεια, μπορεί να κάνει ένα παιδί από πολύ νωρίς να αισθανθεί την αβεβαιότητα της ύπαρξης και το άγχος του αφανισμού, γεγονός που ενδέχεται να κλονίσει τη σιγουριά και την ασφάλεια που αισθανόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Η ανησυχία και ο φόβος της απώλειας και της ανυπαρξίας περνούν από τρία διαφορετικά στάδια και εδραιώνονται στη συνείδηση ενός ατόμου, από την ηλικία των εννέα χρόνων:

Αρχικά, το παιδί που δεν έχει συμπληρώσει τα πέντε έτη ζωής, βλέπει το θάνατο ως αναστρέψιμο γεγονός. Για το παιδί αυτό, δεν υπάρχει «απόλυτος»θάνατος. Η απώλεια φαντάζει προσωρινή, σαν μια αναχώρηση, σαν τον ύπνο: η «αφύπνιση», έτσι, είναι ζήτημα χρόνου. Σταδιακά, ανάμεσα στην ηλικία των πέντε με εννέα χρόνων, το παιδί προσωποποιεί το θάνατο. Ο θάνατος αναφέρεται σε ορισμένα πρόσωπα και μόνο σε αυτά, δεν αποτελεί κοινή μοίρα. Μόνο από την ηλικία των εννέα χρόνων και μετά, το παιδί αρχίζει να αντιλαμβάνεται την παύση όλων των λειτουργιών, την ανυπαρξία, την κατάργηση όλων των σχέσεων που είναι συνακόλουθα του θανάτου και βέβαια τον οικουμενικό χαρακτήρα αυτού.

Επειδή μια συζήτηση πάνω στο θάνατο και την απώλεια, δεν είναι ούτε ευχάριστη, ούτε επιθυμητή από τον περισσότερο κόσμο, χαρακτηρίζεται δε ως γρουσούζικη και μη αναγκαία να γίνεται, ο φόβος για τον θάνατο δεν εξομολογείται ποτέ κι έτσι «στοιχειώνει» την καθημερινότητά μας. Είναι απαραίτητο όμως, όταν ένα παιδί βιώσει την απώλεια ενός προσφιλούς του προσώπου, να έχει τη συναισθηματική υποστήριξη της οικογένειας στην οποία μεγαλώνει. Αυτό σημαίνει πως και η ίδια η οικογένεια πρέπει να βρει το κουράγιο να μιλήσει ανοιχτά για το θάνατο στο παιδί, εφόσον αυτό το επιθυμεί και ρωτάει, να του εξηγήσει τι συνέβη και να το καθησυχάσει λέγοντάς του πως δεν πρέπει να ανησυχεί για το δικό του θάνατο ακόμα, ούτε φυσικά είναι υπεύθυνο για το θάνατο του προσφιλούς του προσώπου. Άλλωστε η έλλειψη ενημέρωσης πάνω σε οποιοδήποτε θέμα, δημιουργεί αναπάντητα ερωτηματικά και απορίες που μπερδεύουν τα παιδιά και τα κρατούν δέσμια σε ένα διαρκές δίλημμα.

Τι μπορούμε να κάνουμε για τα παιδιά μας, αμέσως μετά από ένα τραγικό συμβάν:

Να τα διαβεβαιώσουμε πως είναι απόλυτα φυσιολογικό να αισθάνονται άσχημα μετά από μια απώλεια. Τα παιδιά μπορεί να βιώσουν μια σειρά από αρνητικά συναισθήματα μπροστά στο θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Δεν θα πρέπει να τα αποτρέψουμε από το να εκφραστούν ελεύθερα και να εξωτερικεύσουν τον πόνο του χαμού. Από την άλλη μεριά, αρκετά παιδιά, ιδιαίτερα μικρής ηλικίας, δεν αντιλαμβάνονται την βεβαιότητα του θανάτου και αντιμετωπίζουν την απώλεια ως παροδική. Περιμένουν, δηλαδή, τη μέρα που το αγαπημένο πρόσωπο θα ξαναγυρίσει κοντά τους. Έτσι δεν αντιδρούν όπως οι μεγαλύτεροι και συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει λόγος να τρομάξουμε τα παιδιά με έννοιες και ορισμούς δύσκολους στην επεξεργασία από το γνωστικό τους σύστημα. Η καλύτερη αντιμετώπιση είναι να τους μιλήσουμε ανοιχτά, αλλά με απλά λόγια για το τι έχει συμβεί και να τους περιγράψουμε τις αλλαγές που μπορεί να προκύψουν από το θάνατο. Να τα διαβεβαιώσουμε πως θα είμαστε στο πλάι τους σε περίπτωση που έχουν απορίες ή σε περίπτωση που θα θέλουν να μιλήσουν για το γεγονός, σε κάποια στιγμή στο μέλλον. Δεν πρέπει να σπεύσουμε να απομακρύνουμε τα παιδιά από το χώρο στον οποίο γίνεται η τελετή, από φόβο μήπως αυτά σοκαριστούν και έχουν εφιάλτες. Τα παιδιά θα ακολουθήσουν τις δικές μας αντιδράσεις. Αν εμείς καταφέρουμε να μείνουμε ψύχραιμοι, το ίδιο θα κάνουν και τα παιδιά. Αν τους διδάξουμε πως ο θάνατος είναι μέρος του κύκλου της ζωής, θα το καταλάβουν. Αν είμαστε μυστικοπαθείς και τους κρύψουμε την αλήθεια για το τι έχει συμβεί (εδώ ας σημειώσουμε πως η αλήθεια μπορεί να ειπωθεί με πολλούς, διαφορετικούς τρόπους) τότε στα παιδιά θα δημιουργηθεί μια διαφωνία ανάμεσα στην πραγματικότητα του θανάτου και την υποκειμενική πραγματικότητα, όπως αυτή κατασκευάζεται από το συγγενικό περιβάλλον. Τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόζονται σε διαφορετικές καταστάσεις, αλλά χρειάζονται τη δική μας υποστήριξη και φροντίδα.

Να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και τα παιδιά.

Για να ξεπεραστεί μια απώλεια, πρέπει να δώσουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να πενθήσει. Ότι μένει μέσα μας αξεδιάλυτο, στοιχειώνει. Αυτή η αρχή ισχύει καταρχήν για την παιδική ψυχή. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως «ο μπαμπάς έφυγε ταξίδι για δουλειές» και να αφήσουμε ένα γυρισμό σε εκκρεμότητα, όταν οι ισορροπίες στο σπίτι έχουν ξεκάθαρα διαταραχθεί. Δεν μπορούμε να στείλουμε τα παιδιά στην κατασκήνωση προκειμένου να τα κάνουμε «να ξεχαστούν», όταν η επιστροφή πρόκειται να τα φέρει αντιμέτωπα με τις ίδιες απορίες: «που είναι ο μπαμπάς;» Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να προσποιούμαστε πως όλα παραμένουν τα ίδια στο σπίτι, όταν η οικογενειακή δομή έχει αλλάξει. Αρκετοί άνθρωποι προσπαθούν ακριβώς αυτό: να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση της σταθερότητας, αρνούμενοι την αλλαγή. Κι όμως, ο θάνατος είναι μια καταναγκαστική αλλαγή στην οποία χρειάζεται σταδιακά να προσαρμοστούμε. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο τα παιδιά οφείλουν να έχουν τις πληροφορίες εκείνες που θα τα βοηθήσουν να δημιουργήσουν σχήματα σχετικά με τα σύνορα της ζωής και του θανάτου και δεξιότητες αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων.

Να προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους με περισσότερους από έναν τρόπους.

Πέρα από την ανοιχτή συζήτηση, υπάρχουν διάφοροι τρόποι να προσεγγίσουμε την παιδική ψυχή και να τη βοηθήσουμε να επεξεργαστεί τα συναισθήματα μιας απώλειας. Ιδιαίτερα σημαντικό, είναι να επιτρέψουμε στα παιδιά να χρησιμοποιήσουν τη δημιουργικότητά τους.

Το παιγνίδι, η εικαστική δημιουργία, η δραματοποίηση ενός κειμένου, η μουσική έκφραση, το κουκλοθέατρο, ακόμα και η συμμετοχή του παιδιού στις καθημερινές δουλειές του σπιτιού (το μαγείρεμα, το καθάρισμα κ.λ.π, που βοηθούν στην παρατήρηση και την ενίσχυση των οικογενειακών δεσμών), μπορεί να μας δώσουν αφορμές για εποικοδομητικό διάλογο κι εξαγωγή συμπερασμάτων ή να μας επιτρέψουν να εκμαιεύσουμε λεπτομέρειες που η γλώσσα των μικρών παιδιών θα δυσκολευόταν να εκφράσει με λέξεις.

Να σταθούμε πλάι τους και να αντλήσουμε κουράγιο και δύναμη, παρακολουθώντας τα να μεγαλώνουν και να εξελίσσονται σε αυτόφωτες προσωπικότητες.

Να επισκεφτούμε οι ίδιοι έναν ειδικό της ψυχικής υγείας, σε περίπτωση που το φορτίο της απώλειας γίνει αβάσταχτο.

Η παρακολούθηση από έναν ψυχολόγο ή/και ψυχίατρο, ακόμα και η λήψη φαρμακευτικής αγωγής εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο και για όσον καιρό χρειαστεί, δεν είναι ντροπή, ούτε κάτι που θα πρέπει να μας φοβίζει. Ας αναζητήσουμε τη βοήθεια. Χρειαζόμαστε όση συμπαράσταση είναι διαθέσιμη σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, προκειμένου να μπορέσουμε με τη σειρά μας να στηρίξουμε τα παιδιά μας.

Η απώλεια συμβολίζει ένα τέλος. Ας αναρωτηθούμε:

Τι σημαίνει το τέλος για τον άνθρωπο που βιώνει την απώλεια;

Πόσο διαφοροποιεί τη ζωή του;

Τι συναισθήματα γεννά η απώλεια και πως επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας;

Μας παρακινεί να αξιολογήσουμε τη δικιά μας ζωή και να αναθεωρήσουμε τις προτεραιότητές μας ή μας σπρώχνει στην απόγνωση και την απελπισία;

Τι ακριβώς μπορεί να αισθανθεί ένα παιδί μετά το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου;

Ένα παιδί είναι δυνατόν να βιώσει τα συναισθήματα που βιώνει ένας ενήλικας, όχι όμως στον ίδιο βαθμό. Η ένταση και η διάρκεια των συναισθημάτων θα εξαρτηθεί από τη στάση των μεγαλύτερων απέναντι στο χαμό του αγαπημένου προσώπου. Εάν η οικογένεια είναι συντετριμμένη, τότε το παιδί ενδέχεται να αισθανθεί μπερδεμένο ή/και φοβισμένο. Ο θάνατος και οι τελετουργίες που ακολουθούν την έξοδο του αγαπημένου προσώπου από τον κόσμο των ζωντανών, αποτελούν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για ένα μικρό παιδί. Εφόσον είναι παρόν, το παιδί χρειάζεται διευκρινίσεις σχετικά με το τι συμβαίνει και με την πορεία που πρόκειται να ακολουθηθεί. Αρκετοί γονείς ανησυχούν μήπως φοβίσουν το παιδί μιλώντας του για το θάνατο ή μήπως του προκαλέσουν εφιάλτες, αλλά αυτό μόνο εξαρτάται από τη δικιά τους τη στάση: οι φόβοι μαθαίνονται! Επιπλέον, το παιδί πρέπει να έχει την ευκαιρία να αποχαιρετήσει κανονικά τον αποθανόντα, εφόσον αυτός έπαιξε κάποιο ρόλο στη ζωή του (π.χ. παππούς), αντί να του τον «εξαφανίσουμε» ως δια μαγείας χωρίς πολλές εξηγήσεις! Δεν είναι δυνατόν να βάλουμε μια ασπίδα προστασίας γύρω από το παιδί προκειμένου «να μην το πληγώσουμε». Ο πόνος είναι κομμάτι της ζωής και τα παιδιά πρέπει να το μάθουν αυτό. Το μυστικό βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο θα κληθούμε να μιλήσουμε σε ένα παιδί για το θάνατο: οι ενήλικες οφείλουν να βρουν το μονοπάτι που θα οδηγήσει τόσο τους ίδιους, όσο και τα παιδιά τους στη διεργασία πένθους. Πως θα το βρουν αυτό; Μιλώντας στη γλώσσα των παιδιών, παρέχοντάς τους πληροφορίες σχετικά με τους κύκλους της ζωής, εμπλέκοντας τα στις ιεροτελεστίες που ακολουθούν μια απώλεια (εδώ ας σημειώσουμε πως τα μεγαλύτερα παιδιά, αυτά δηλαδή που πλησιάζουν ή έχουν μπει στην εφηβεία, μπορούν να ερωτηθούν για το ποσοστό στο οποίο θα ήθελαν να συμμετέχουν στις τελετές που αφορούν στο πένθος και να αφεθούν ελεύθερα να επιλέξουν τον τρόπο με τον οποίο θα ήθελαν να συμμετέχουν σε αυτό π.χ. με ένα λουλούδι, ένα ποίημα, με ενεργό συμμετοχή στα δρώμενα ή αποστασιοποίηση: το πένθος δεν υποβαθμίζεται σε σχέση με τις αντιδράσεις μας, αλλά οι έφηβοι έχουν ένα εντελώς δικό τους κώδικα επικοινωνίας και με τους ζωντανούς και με αυτούς που φεύγουν – ας τους αφήσουμε, λοιπόν, να τον ξεδιπλώσουν αβίαστα).

Θέλετε να μάθετε περισσότερα σχετικά με το θέμα;

Διαβάστε εδώ:

* Απόσπασμα από το βιβλίο της Δέσποινας Λιμνιωτάκη Ζήτημα Ζωής και Θανάτου, ο φόβος του θανάτου, η διεργασία πένθους και το κυνήγι της ευτυχίας στην καθημερινή ζωή, Εκδόσεις Ίτανος, Ηράκλειο 2008.

Γράψτε μας εδώ για να σας αποσταλεί το βιβλίο μαζί με το τετράδιο εργασιών διαχείρισης πένθους για μικρά παιδιά στην τιμή των 15 ευρώ (+ έξοδα αποστολής).

bottom of page