top of page
Αναζήτηση

Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη....

Δέσποινα Λιμνιωτάκη, Ψυχολόγος MSc

Ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας που, εμπορικά τουλάχιστον, συνδέεται με τους ερωτευμένους. Η απόδειξη έρχεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που μας βομβαρδίζουν με εικόνες και ιστορίες ευτυχισμένων ζευγαριών και τα καταστήματα, που από πολύ νωρίς ντύνονται στα κόκκινα κι έχουν για έμβλημα μια καρδιά. Οι εκδηλώσεις τιμής στο θεό έρωτα κορυφώνονται την 14η Φεβρουαρίου, οπότε και η μόδα μας προστάζει να φερθούμε υποδειγματικά στα αγαπημένα μας πρόσωπα. Για αρκετούς ανθρώπους όμως, αυτή η γιορτή είναι μια θλιβερή επέτειος μοναξιάς, μια υπενθύμιση ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύπλοκες όσο και απλές. Αυτή τη μέρα πολλοί άνθρωποι κατακλύζονται από ερωτηματικά που βάζουν σε κίνδυνο την υπομονή και την ψυχική τους ηρεμία : τι ακριβώς είναι οι σχέσεις, σε τι μας χρειάζονται, πόσο ωφελούν την υγεία μας, και πόσο δύσκολο είναι τελικά να πετύχει η συνταγή; Υπάρχει συνταγή για αρμονικές σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης κι εμπιστοσύνης; Πόσες προσωπικές θυσίες φτιάχνουν μια επιτυχημένη σχέση; Με ποια κριτήρια να επιλέξουμε την/τον σύντροφό μας και πόσο ανιδιοτελή είναι αυτά τα κριτήρια; Υπάρχουν "αδελφές ψυχές" και άνθρωποι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, ή μήπως όλα αυτά είναι σενάρια επιστημονικής φαντασίας που δίνουν άλλη διάσταση στους φόβους και τις ανασφάλειες μας; Τι ρόλο παίζει η μοίρα στην ανεύρεση της/του ιδανικού συντρόφου και ποιο είναι το δικό μας μερίδιο στην ευτυχία; Μερικές απαντήσεις αποπειράται να δώσει η κοινωνική ψυχολογία που εδώ και μερικές δεκαετίες, προς απογοήτευση των ρομαντικών, έχει βάλει, ανάμεσα στα άλλα, και τον έρωτα στο μικροσκόπιο.


Πόσο χρειαζόμαστε τις σχέσεις; Μπορούμε να είμαστε «ελεύθερα πουλιά», σε απόλυτη συμφωνία με το γνωστό τραγούδι, αυτόνομοι, αυτόφωτοι, ανεξάρτητοι χειριστές της μοίρας μας, χωρίς να χρειάζεται να κανονίζουμε τη ζωή μας - σε μικρό ή μεγάλο βαθμό - σε σχέση με αυτά που μας υπαγορεύουν οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γνωστοί, οι συνεργάτες ή ο σύντροφός μας; Κοινωνικοί και βιολογικοί λόγοι μας θέλουν να ερχόμαστε, αρχικά, κοντά, δημιουργώντας μικρές ομάδες και κοινότητες, με σκοπό να αποφύγουμε τις δυσάρεστες συνέπειες της απομόνωσης και να χαρούμε τα οφέλη της συλλογικότητας και της αλληλοβοήθειας σε όλους τους τομείς. Τα αντίθετα παραδείγματα, ανθρώπων που χρειάστηκαν ή τους επιβλήθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα να ζήσουν σε κάποιας μορφής απομόνωση από τα πολύ κοντινά τους άτομα - για παράδειγμα μέσα σε σωφρονιστικά ιδρύματα ή και στο σπίτι τους κλεισμένοι λόγω ασθένειας - αποδεικνύουν πως η μοναξιά και η μονοτονία βλάπτουν σοβαρά την ψυχική υγεία, ενώ είναι πολύ δύσκολο ή και σχεδόν αδύνατο αρκετές φορές να εξυπηρετηθούμε χωρίς τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων. Επιπλέον η συναναστροφή με τους άλλους κατευνάζει τη νευρικότητα και το άγχος, και έρευνες δείχνουν πως η εξωστρέφεια και η κοινωνικότητα σχετίζονται σε ικανοποιητικό βαθμό με την κατά τα άλλα τάση ορισμένων ανθρώπων να αγχώνονται. Είναι απλό: η παρέα μας κάνει να ξεχνάμε τις έγνοιες μας και γι’αυτό την επιζητούμε. Πολύ περισσότερο όμως χρειαζόμαστε να είμαστε μέλη κοινωνικών ομάδων για να υποστηρίξουμε την εικόνα του εαυτού μας, να αποκτήσουμε ταυτότητα, λόγο και δύναμη. Πραγματικά, η αξία μας, η εικόνα που σταδιακά οικοδομούμε για τον εαυτό μας, δεν είναι τίποτα περισσότερο από το συμπέρασμα που σχηματίζουμε για τον εαυτό μας μέσα από τη σύγκριση με τα άτομα του σιναφιού μας. Αυτή η αξία, που αργότερα ονοματίζουμε αυτοπεποίθηση, άνεση ή αέρα, με τη σειρά της διασφαλίζεται από τη συναναστροφή μας με άλλους ανθρώπους. Για όλους αυτούς τους λόγους, γινόμαστε μέλη ομάδων με απώτερο σκοπό τις μέγιστες δυνατές απολαβές και το λιγότερο πιθανό ψυχικό κόστος.


Από τι είναι φτιαγμένες οι σχέσεις; Από χαμόγελα και ηλιοβασιλέματα, αμπαλαρισμένες ανάμεσα σε μπαμπακένια μαξιλάρια ασφαλείας και πασπαλισμένες με μπόλικη παραμυθόσκονη; Ή μήπως από γέλια κι από κλάματα, από προσπάθεια και απογοήτευση, από προσωπική δουλειά, υποχωρήσεις και την αίσθηση ότι η ψυχική μας ακεραιότητα παίζεται καθημερινά κορώνα - γράμματα; Είμαστε από αυτούς που πιστεύουν πως οι σχέσεις είναι παιχνιδάκι ή extreme sport; Οι ψυχολόγοι ισχυρίζονται πως η ιδέα που έχουμε στο μυαλό μας για το πώς πρέπει να είναι οι σχέσεις οποιουδήποτε χαρακτήρα και ο προσωπικός μας ορισμός του τι είναι σχέση, καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τους ανθρώπους και συνδεόμαστε με αυτούς. Το παραπάνω επίσης καθορίζει την πορεία ή τη μακροβιότητα των σχέσεών μας.


Οι αντιλήψεις μας για τις σχέσεις μας κατατάσσουν σε 2 κυρίως κατηγορίες ανθρώπων: σε αυτούς που πιστεύουν στη μοίρα, που ανάγουν την επιτυχία μιας σχέσης στην τύχη, θεωρώντας ότι «αυτά είναι τυχερά» και, τελικά, τα αφήνουν στην τύχη τους. Και στους αγωνιστές ενός καλύτερου αύριο για το ζευγάρι, τους οπαδούς της προσωπικής προσπάθειας, τους εραστές της διαδρομής, σε αυτούς που γοητεύονται από «τα ψηλά βουνά και τις βαθιές χαράδρες» των ανθρώπινων χαρακτήρων και ορμούν να τα σκαρφαλώσουν.


Οι πρώτοι, αυτοί δηλαδή που πιστεύουν στο πεπρωμένο, τείνουν να αφήνουν τα πράγματα να κυλήσουν από μόνα τους, αφήνονται να παρασυρθούν από το ρεύμα της σχέσης κι όταν κάτι δεν πάει καλά, ρίχνουν το φταίξιμο στη μοίρα τους, στην κακή τους τύχη, ή ακόμα και στους άλλους, στον σύντροφο ή στον περίγυρό τους. Ακόμα, εκδηλώνουν μια τάση για πόλωση των απόψεών τους: τα πράγματα ή θα είναι καλά ή χάλια, ή ταιριάζουν απόλυτα με το σύντροφο τους ή βρίσκονται σε ασυμφωνία με αυτόν. Δεν πιστεύουν στην προσπάθεια, θεωρούν ότι τα οποιαδήποτε προβλήματα ή θέματα που προκύπτουν μέσα σε μια σχέση πρέπει να λύνονται και να μπαίνουν στη θέση τους ως δια μαγείας κι αν αυτό δεν συμβεί, τότε θεωρούν ότι δεν «υπάρχει μαγεία» στη σχέση, και ότι η σχέση «δεν αξίζει τον κόπο», κουράζονται εύκολα ή βαριούνται. Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι μπλέκονται σε αλλεπάλληλες ασαφείς καταστάσεις από τις οποίες βγαίνουν και οι ίδιοι χαμένοι, ενώ τερματίζουν τις σχέσεις τους απότομα, αφήνοντας πίσω τους πτώματα – εκείνων των ανθρώπων που μπορεί να πίστεψαν σε αυτούς, να στηρίχτηκαν σε αυτούς ή να τους αγάπησαν. Υπάρχει βέβαια και η άλλη εκδοχή των οπαδών του πεπρωμένου: αυτή που θέλει τους ανθρώπους να ανέχονται τις πιο μεγάλες αδικίες, να παίρνουν τις πιο μεγάλες απογοητεύσεις, αυτή που βάζει σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχική τους ακεραιότητα στο όνομα του ριζικού, του γραφτού, της μοίρας που έφερε τα πράγματα σε αυτό το σημείο.


Από την άλλη μεριά, αυτοί που πιστεύουν στην προσπάθεια, στην προσωπική ωρίμανση και ολοκλήρωση μέσα από μια σχέση, είναι αυτοί που στηρίζονται περισσότερο σε χαρακτηριστικά που βρίσκονται εντός τους για να τα χρησιμοποιήσουν ως όπλα ενάντια στην ασυνεννοησία, τα προβλήματα, τη φθορά του χρόνου. Μερικά από αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί να είναι, ο σεβασμός για την προσωπικότητα του άλλου, η υπευθυνότητα, η συνειδητοποίηση της βαρύτητας που έχουν οι πράξεις και τα λόγια μας για τους άλλους, ακόμα κι αν δεν σημαίνουν και πολλά πράγματα για μας - επίσης η εμπιστοσύνη, η υπομονή, και, βέβαια, η διάθεση να δημιουργήσουμε και να δημιουργηθούμε μέσα από τη σχέση, αντί να περιμένουμε ένα μαγικό ραβδάκι να κάνει τη δουλειά για μας. Αλλά επειδή τίποτα δεν έχει μία μόνο όψη, δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε εκείνες τις περιπτώσεις των ανθρώπων που μένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κακές σχέσεις, από μια ανόητη πίστη πως είναι ικανοί να αλλάξουν τη ρότα της, να βελτιώσουν τα κακώς κείμενα, να κάνουν μια καινούρια αρχή. Η χρυσή τομή βρίσκεται κάπου ανάμεσα: πρέπει να καλλιεργήσουμε την ικανότητα να αναγνωρίζουμε ποιες σχέσεις στη ζωή μας αξίζει να διατηρηθούν και ποια κεφάλαια πρέπει επιτέλους (;) να κλείσουμε.


Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μας ελκύουν περισσότερο από άλλους να τους προσεγγίσουμε, να τους εξερευνήσουμε, να τους κατακτήσουμε, να τους καταναλώσουμε; Κι αν ναι, ποιοι είναι αυτοί; Καθημερινά συναντάμε κι επικοινωνούμε με εκατοντάδες ανθρώπους, όμως με ελάχιστους από αυτούς θα θέλαμε πραγματικά να συνδέσουμε τη ζωή μας σε φιλικό ή ερωτικό επίπεδο. Ποια είναι λοιπόν τα συστατικά του ελιξήριου της συναισθηματικής έλξης;


Εν αρχή είναι η εμφάνιση. Ωστόσο, η ομορφιά είναι θύμα της υποκειμενικότητας της. Τα αντικειμενικά κριτήρια λοιπόν με βάση τα οποία ο κόσμος γοητεύεται από τον περίγυρό του, όπως επίσης και οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι άνθρωποι φαίνονται πιο ελκυστικοί από άλλους, είναι τα ακόλουθα: Η φυσική και η ψυχική εγγύτητα. Γοητευόμαστε από ανθρώπους που είναι κοντά μας, στον περίγυρό μας επειδή με το να είναι κοντά, τους συναναστρεφόμαστε περισσότερο, τους μαθαίνουμε, τους συνηθίζουμε. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει κι ως επιχείρημα κατά των σχέσεων εξ αποστάσεως: τις πιο δύσκολες στιγμές μας, στιγμές αδυναμίας ή απελπισίας θα στραφούμε στο διπλανό μας για βοήθεια και συμπαράσταση. Επιπλέον, θα προτιμήσουμε αυτούς που είναι και πιο κοντά στο χαρακτήρα μας, κόντρα στην γενική πεποίθηση ότι τα ετερώνυμα έλκονται: αυτό που οι άνθρωποι βλέπουν ως διαφορά τελικά είναι μόνο οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.


Ένα άλλο κριτήριο προτίμησης είναι η διαθεσιμότητα, το κατά πόσο ο άνθρωπος που στέκεται απέναντί μας δεν απαιτεί προσπάθεια και συναισθηματική σπατάλη για να κατακτηθεί. Όσο κι αν πιστεύουμε πως οι άνθρωποι ερωτεύονται αυτούς που τους «κάνουν τους δύσκολους», πορίσματα ερευνών αποδεικνύουν πως στις ανθρώπινες σχέσεις ισχύει ο κανόνας «κορώνα χάνεις, γράμματα κερδίζω εγώ», δηλαδή για κάθε άνθρωπο που σκοπεύουμε να βάλουμε στη ζωή μας, μάλλον ζυγίζουμε τα υπέρ και κατά και, ανάλογα με το αν η επίδοξη σχέση μας συμφέρει από άποψη ψυχικής οικονομίας, προχωράμε. Η αλήθεια είναι πως κανένας δεν έχει όρεξη να ταξιδέψει μέχρι την άκρη του κόσμου για τον/την αγαπημένο/η του, αν μέσα του δεν πιστεύει πως πρόκειται να «ωφεληθεί» με κάποιον τρόπο από αυτή τη συνάντηση. Αυτό που έχει σημασία σε μια γνωριμία δεν είναι να είναι κανείς «δύσκολος» ή «απρόσιτος» αλλά να είναι πολύπλευρος, να είναι προσιτός κι απόμακρος μαζί, να είναι ανοιχτός και να υπόσχεται πολλά ταυτόχρονα χωρίς να τα φανερώνει, με λίγα λόγια να είναι ενδιαφέρων και να έχει εμπειρίες μέσα από τις οποίες θα έχει διαμορφώσει αυτό που ονομάζουμε ισχυρή προσωπικότητα.


Με πόσους τρόπους ερωτευόμαστε; Έχει διαπιστωθεί πως ο έρωτας διέπεται από 3 μεταβλητές που καθορίζουν την ουσία του και όλες μαζί καταλήγουν σε αυτό που βιώνουμε ως εμπειρία του να είναι κανείς ερωτευμένος. Η πρώτη μεταβλητή έχει να κάνει με τις ψυχοκοινωνικές μας ιδιαιτερότητες: κάθε άνθρωπος έχει στο μυαλό του ένα συγκεκριμένο ορισμό του τι αποτελεί αγάπη, έρωτα, συντροφικότητα κ.λ.π και με βάση αυτόν δημιουργεί ή τερματίζει σχέσεις. Υπάρχει επίσης μια μεγάλη μερίδα ερευνητών που πιστεύουν πως ο έρωτας είναι απλώς μια ταμπέλα που βάζουμε σε κάποιον άνθρωπο, με τον ίδιο τρόπο που βάζουμε στους ανθρώπους διαφόρων άλλων ειδών ρατσιστικές και μη ταμπέλες! Με αυτή την έννοια, ο έρωτας δεν είναι παρά το προσωπικό μας παραμύθι και το αντικείμενο του πόθου μας δεν είναι παρά κάποιος τυχαίος που απλώς συνέβη να βρισκόταν κοντά όταν εμείς αισθανθήκαμε την ανάγκη να ερωτευτούμε, ανάγκη που υπαγορεύουν πολλές φορές η ψυχική φόρτιση, οι φόβοι, οι αδυναμίες μας, η ρουτίνα και άλλοι λιγότερο ρομαντικοί - σε σχέση με αυτό που θα θέλαμε να πιστεύουμε - λόγοι.


Ωστόσο, στις αρχές του τουλάχιστον, κάθε ερωτική ιστορία εμπεριέχει έναν παραλογισμό. Δεν ερωτευόμαστε δηλαδή απαραίτητα τον άλλο, αλλά την ιδανική εικόνα του, αυτό που πιστεύουμε πως είναι. Αυτό σημαίνει πως “δαγκώνουμε τη λαμαρίνα» τη στιγμή που είμαστε περισσότερο ευάλωτοι και ανασφαλείς με τον εαυτό μας και την εικόνα μας – δηλαδή προσεγγίζουμε άλλα άτομα ερωτικά με σκοπό να βελτιώσουμε την εικόνα μας και να καλύψουμε κάποιες από τις ανάγκες μας. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό μια και όλοι έχουμε ανάγκη τη συντροφιά, την αγάπη ή τη φροντίδα. Αρκετές φορές όμως μια έλλειψη αντικειμενικότητας σχετικά με το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε είναι ικανή να μας οδηγήσει να πλάσουμε το ιδανικότερο προφίλ του ανθρώπου που έχουμε απέναντί μας, ένα προφίλ που μετράει αρκετά από τα χαρακτηριστικά που θα θέλαμε να είχαμε οι ίδιοι, μόνο που είναι ψεύτικο.


Μπορεί να πεθάνει κανείς από έρωτα; Μάλλον όχι, αλλά σε περιπτώσεις ζευγαριών που έχουν ζήσει μαζί μια ζωή, που έχουν περάσει στο στάδιο της τρίτης ηλικίας και ξαφνικά δέχονται το χτύπημα της μοίρας, φεύγει δηλαδή ο ένας από τους δύο συντρόφους, σε αυτή την περίπτωση η μοναξιά, η κοινωνική απομόνωση και η έλλειψη συναισθηματικής στήριξης κάνει το άτομο που έμεινε πίσω να μαραζώνει. Τότε η απώλεια μπορεί εύκολα να γίνει απώλεια ταυτότητας για το άτομο που πενθεί και ο πόνος και η θλίψη για το άτομο που έφυγε να πάρουν τα χαρακτηριστικά κατάθλιψης.


Τέλος, το ψυχολογικά «επιστημονικό μυστικό» για τη μακροβιότητα των σχέσεων μας είναι η προσαρμοστικότητα, το κατά πόσο δεν περιμένουμε ή επιζητούμε από μια σχέση να μείνει τόσο επιδερμική και παράφορη όσο υπαγορεύουν οι πρώτες - κατά τα άλλα συναρπαστικές - ώρες γνωριμίας και ενθουσιασμού με έναν άνθρωπο.


Αν μας αρέσει η αλλαγή που έρχεται με το χρόνο, αν αυτή μας ωριμάζει, αν λατρεύουμε να βλέπουμε τους αγαπημένους μας να μεγαλώνουν εσωτερικά και εξωτερικά παρέα με μας, τότε... είμαστε σε καλό δρόμο.


    bottom of page