Στο δυστοπικό του μυθιστόρημα φαντασίας με τον τίτλο Οι Κλέφτες της Ομορφιάς, ο Πασκάλ Μπρυκνέρ περιγράφει το Μαραντήρι, τον σκοτεινό τόπο στον οποίο βίαια φυλακίζονται όμορφες γυναίκες προκειμένου να απολέσουν την εξωτερική τους εμφάνιση, πληρώνοντας με την ίδια τη ζωή τους τον «φόρο του προσώπου» όπως τον ονομάζει ο συγγραφέας: το σημείο στο σώμα από όπου ξεκινά ο μαρασμός, για να πλήξει την ψυχολογική, κοινωνική υπόσταση και τελικά ολόκληρη την ταυτότητα των θυμάτων του.
Λίγα θα μπορούσαμε να προβλέψουμε το 1998, χρονιά έκδοσης του μυθιστορήματος, για το πόσο επίκαιρος θα γινόταν ξανά σήμερα ο «φόρος του προσώπου», ένας εκδικητικός τρόπος επιβολής εξουσίας στο θηλυκό σώμα, μια και τα αντίστοιχα περιστατικά που φτάνουν παγκοσμίως τον αριθμό των 1500 κάθε χρόνο, στοχοποιούν κυρίως γυναίκες και κορίτσια. Η ραγδαία αύξηση των βίαιων επιθέσεων με οξύ, όχι μόνο στην Ινδία - χώρα που κατέχει τη θλιβερή πρωτιά τέτοιων επιθέσεων, με την κυβέρνηση της Ινδίας να περνάει το 2013 ένα νόμο τιμωρίας για τους θύτες πλην όμως καμία προσπάθεια πρόληψης – αλλά σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, δεν μας επιτρέπει να καθυστερήσουμε τον δημόσιο διάλογο για το θέμα. Κορυφαίοι εγκληματολόγοι στο Λονδίνο, που περιγράφεται ως «το καινούριο hotspot» των βιτριολικών επιθέσεων, σκιαγραφούν το προφίλ των εγκληματιών οι οποίοι κάνουν χρήση φθηνού, άμεσα διαθέσιμου υλικού (θειικό οξύ), για να προκαλέσουν ανεπανόρθωτη ζημιά. Οι ιστορίες και οι μακροχρόνιες προσπάθειες των θυμάτων να σταθούν στα πόδια τους (κι αυτό, αν είναι τυχερές ή ζουν σε εκείνο το κομμάτι του αναπτυγμένου κόσμου στο οποίο προσφέρονται υπηρεσίες αποκατάστασης), σοκάρουν. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η πλειοψηφία τέτοιων επιθέσεων στοχεύει σε ποσοστό 98% στο πρόσωπο, το «παράθυρο» στον κόσμο της ομαλής κοινωνικής προσαρμογής για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των θυμάτων που ομολογούν ότι, λόγω πολλαπλών εσωτερικών τραυμάτων ή/και τύφλωσης, αδυνατούν κατόπιν να βρουν εργασία και να δημιουργήσουν διαπροσωπικές σχέσεις. Οι επιθέσεις με οξύ δεν είναι ικανές να καταστρέψουν μόνο την εικόνα αλλά την συνολικότερη υγεία και την εκ νέου σύλληψη του εαυτού μας μέσα σε ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο βασανίζεται από στερεότυπα. Και αυτό οι θύτες το γνωρίζουν από πριν: αν δεν έχουν την πρόθεση να σκοτώσουν εξαρχής, έχουν σίγουρα τη μοχθηρή εμμονή να βγάλουν έναν άνθρωπο «εκτός» κοινωνίας, να τον καταστήσουν ανάπηρο από έξω προς τα μέσα, από τον τρόπο δηλαδή που αντιμετωπίζει η κοινωνία την αλλαγή στην εμφάνιση, μέχρι την εσωτερίκευση της φρίκης και του αβάσταχτου πόνου, οργανικού και ψυχικού, στον οποίο καταδικάζεται για πάντα το θύμα. Όπως έγραψε σε ανοιχτή επιστολή της η Katie Piper, θύμα επίθεσης με οξύ από πρώην σύντροφό της στη Μ. Βρετανία, η επόμενη ημέρα μιας επίθεσης μοιάζει με ισόβια καταδίκη.
Μοναδικό στήριγμα σε μια παγκόσμια κοινότητα επιζώντων από επιθέσεις με οξύ αποτελούν κάποια Ιδρύματα ή grassroots κινήματα που ενημερώνουν, περιθάλπουν και ευαισθητοποιούν για το θέμα. Δυστυχώς, εξαιτίας του δέους που προκαλεί η είδηση μιας τέτοιας εγκληματικής ενέργειας, η προσοχή του περισσότερου κόσμου στρέφεται στις τηλεοπτικές λεπτομέρειες της επίθεσης καθαυτής και όχι στο σημαντικό θέμα της αποκατάστασης, η οποία περιλαμβάνει το δύσκολο έργο της ψυχολογικής επανόρθωσης και επιστροφής στην κοινότητα. Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε, είναι να εστιάσουμε στην πρόληψη, χωρίς επεξηγήσεις ή αστερίσκους, στον τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινο σώμα εκλαμβάνεται συχνά ως ιδιοκτησία κάποιου άλλου, στον τρόπο με τον οποίο επιπλέον τα κοινωνικά δίκτυα μάς βάζουν σε έναν άτυπο ανταγωνισμό αισθητικής και αρτιότητας. Καθώς ο εαυτός κατακερματίζεται και τα θύματα κατακλύζονται από συναισθήματα απελπισίας, ματαίωσης και απόγνωσης που αγγίζει τα σύνορα του αυτοκτονικού ιδεασμού, οφείλουμε να σταθούμε ως τείχος προστασίας γύρω τους, μιλώντας ανοιχτά για τη βία.