Αναζήτηση
Δέσποινα Λιμνιωτάκη, Ψυχολόγος MSc
Μικρή ιστορία του τάνγκο
Το Μπουένος Άιρες ιδρύθηκε το 1536 από μια Ισπανική εξερευνητική ομάδα. Ωστόσο, επί τρεις αιώνες, η Αργεντινή παρέμεινε το παραμελημένο, μακρινό κομμάτι της Ισπανοαμερικάνικης αυτοκρατορίας και παρά τις τρομερές ευκαιρίες που έδινε στους ανθρώπους για δουλειά επειδή ήταν γεωργική περιοχή, μόλις στις αρχές του προηγούμενου αιώνα κατάφερε να ανθίσει και να γίνει μια από μια από τις πιο πλούσιες χώρες, μετατρέποντας το Μ. Άιρες σε μια μεγαλοπρεπή μητρόπολη. Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Οι πλούσιοι ηγεμόνες της ήθελαν να τη δουν να βγαίνει προς τα έξω, να γίνεται εξαγώγιμο προϊόν, έχοντας ένα πολύ συγκεκριμένο πρότυπο στο μυαλό τους: ήθελαν να τη δουν να γίνεται το «Παρίσι της Νότιας Αμερικής».
Ένας από τους πρώτους Ευρωπαϊκούς χορούς που έφτασαν στην Αργεντινή, ήταν η πόλκα. Επίσης στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, έφτασε ο ισπανικο-κουβανέζικος ρυθμός της χαμπανέρα, και όποιοι έχετε ακούσει τη μουσική από την όπερα Κάρμεν θα τον θυμάστε. Αυτοί οι δυο χοροί μαζί, δημιούργησαν για το λαό της Αργεντινής μια παραλλαγή χορού, τη μιλόγκα. Και η μιλόγκα, είναι ακριβώς ο τύπος της μουσικής από τον οποίο ξεπήδησε το τάνγκο.
Η ρίζα της λέξης τάνγκο δεν είναι ακριβώς γνωστή. Μερικοί λένε πως το τάνγκο έχει αφρικάνικη καταγωγή, γιατί σε ορισμένες αφρικάνικες διαλέκτους σημαίνει «κλειστό μέρος» ή «περιορισμένη περιοχή» και επίσης υπάρχει περιοχή που ονομάζεται έτσι στην Αγκόλα και το Μάλι. Άλλοι πάλι λένε πως η λέξη έρχεται από την Πορτογαλία, από το λατινικό ρήμα «ταγκέρε» που σημαίνει αγγίζω, και μεταφέρθηκε στην Αργεντινή πάλι από Αφρικάνους σκλάβους και τους δεσμώτες τους. Τέλος, υπάρχουν κάποιοι που λένε πως η λέξη αντιπροσωπεύει τον ήχο του τυμπάνου: ταν-γκο. Όπως και να έχει το πράγμα, το τάνγκο ξεκίνησε σαν τραγούδι ή μουσική παρά σαν χορός, ενώ γρήγορα υπήρξε διαχωρισμός ανάμεσα στη χαμπανέρα (αμερικάνικο τάνγκο) και την ισπανική εκδοχή της χαμπανέρα (ανδαλουσιανό τάνγκο). Σύντομα, άρχισαν να το χορεύουν παντού, στις Κυριακάτικες συνεστιάσεις και τις αίθουσες χορού και γύρω από οίκους ανοχής, οι οποίοι αντιμετώπιζαν συνεχώς τον κίνδυνο να κλείσουν λόγω οινοποσίας και βίαιης συμπεριφοράς των θαμώνων τους.
Καθώς οι άνθρωποι συνήθιζαν το χορό, νέα μουσικά όργανα έκαναν την εμφάνισή τους, ακορντεόν και μαντολίνα μαζί με άρπες, βιολιά και φλάουτα. Το «μπαντονέον», η Γερμανική εκδοχή του ακορντεόν που ήρθε στην Αργεντινή στα τέλη του 19ου αιώνα, έγινε απαραίτητο εργαλείο μουσικής για κομμάτια τάνγκο, αν και δύσκολο στο χειρισμό του. Επίσης, υπήρξε άλλη μια διάκριση ανάμεσα στο ταγκό των αιθουσών χορού που ήταν πιο εξευγενισμένο, με πιο αρμονικά μικρά βήματα και το άγριο, επιθετικό, ερωτικό τάγκο των οίκων ανοχής.
Το 1913-14, το τάνγκο εισέβαλλε στις Παριζιάνικες αίθουσες χορού – όπου έχασε αρκετό από το αρχικό του πάθος κι έγινε πιο εκλεπτυσμένο – επειδή υιοθετήθηκε από την υψηλή κοινωνία. Μέχρι τότε η Ευρώπη απλώς το είχε ακουστά. Ωστόσο, γρήγορα έγινε μόδα που επηρέασε τα χρηστά ήθη και δημιούργησε ταξικές συγκρούσεις. Η μόδα εξαπλώθηκε σε όλο το Παρίσι. Οργανώνονταν σαμπάνια-και-τάνγκο-πάρτυ, τάνγκο-πάρτυ με επίσημο ένδυμα, τάνγκο-κλαμπ πάρτυ και άλλα τέτοια. Ναυλώθηκε μάλιστα και ένα τρένο, το tango-train, που ταξίδευε τους ανθρώπους από το Παρίσι μέχρι τη Ντοβίλ, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ενάντια στο συντηρητισμό της χώρας, οι γυναίκες επέτρεπαν στους συνοδούς τους ή και σε άγνωστους άνδρες, να τις αγκαλιάσουν για ένα τάνγκο.
Το τάνγκο έδωσε το όνομά του σε πολλά εμπορικά προϊόντα από αρώματα μέχρι εσώρουχα. Σχετίστηκε με το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα, το οποίο έγινε γνωστό ως «χρώμα του τάνγκο». Υπήρχαν μπλούζες τάνγκο, από μαλακά υφάσματα που έδιναν στο επάνω μέρος του σώματος ελευθερία κίνησης, ενώ οι μοδάτοι άνδρες, έφτιαχναν τα κοστούμια τους σε αργεντίνικο στυλ. Τα καπέλα έγιναν μικρότερα για να εφαρμόζουν ακριβώς στο κέντρο του κεφαλιού. Οι βραδυνές τσάντες και τα μακριά κολιέ βγήκαν εκτός μόδας γιατί δεν ήταν βολικά. Οι γυναικείες βραδυνές τουαλέτες έγιναν μεσάτες για να αφήνουν ελευθερία στα πόδια. Τα τακούνια των παπουτσιών έγιναν ψηλότερα. Και όσον αφορά στα εσώρουχα, τα κορσέ των γυναικών έγιναν πιο κοντά και ελαστικά. Στη ζαχαροπλαστική υπήρχε ένα γλυκό "τάνγκο" από σοκολάτα γλασαρισμένη με κρασί πόρτο.
Οι καλλιτέχνες εκμεταλλεύτηκαν αυτή την υστερία με το τάνγκο. Ο Απολιναίρ έγραψε το ποίημα «το τάνγκο». Νεαροί άνδρες από όλο τον κόσμο ερχόταν στο Παρίσι να δουλέψουν ως δάσκαλοι του τάνγκο και λέγεται πως από εκεί βγήκε και το επίθετο «λατίνος εραστής», γιατί μόνο δάσκαλοι χορού που δεν ήταν! Πάντως οι άντρες που μπορούσαν να χορέψουν τάνγκο είχαν μεγάλη πέραση. Επίσης, μικροαπατεώνες και κλεφτρόνια μάθαιναν το χορό για να μπορούν να ξαφρίζουν πάνω στο χορό από τις γυναίκες τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια τους. Τέλος, το τάνγκο φημολογείτο πως γιάτρευε και τη δυσπεψία.
Την άνοιξη του 1913, η υστερία είχε κυριεύσει το Λονδίνο, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία. Οι Ναζί μάλιστα ενέκριναν το τάνγκο σε αντίθεση με τη μουσική τζαζ και κομμάτια τάγκο ακούγονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης επειδή το τάνγκο δεν ήταν ένας επαναστατικός χορός αλλά είχε να κάνει με την υποταγή ενός ατόμου σε κάποιο άλλο. Στην Αμερική, οι ΝΥ Times δημοσίευσαν μια σειρά από άρθρα σχετικά με το αν το τάνγκο ήταν ένας κατάλληλος χορός για τους ανθρώπους που ήταν πολιτικά προσκείμενοι στη δεξιά. Η Καθολική Εκκλησία της Νέας Υόρκης ήταν η πρώτη που δήλωσε δημόσια την αντίθεσή της με αυτό το είδος χορού και το χαρακτήρισε ως το χειρότερο από όλους τους αναίσχυντους μοντέρνους χορούς. Οι Βαπτιστές κατηγορούσαν τις μητέρες πως «έριχναν τις κόρες τους στους κροκόδειλους εις το όνομα της κοινωνικής προόδου».
Μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το τάνγκο έγινε ο «χορός του θανάτου»: οι άνδρες προσπαθούσαν να ξεχάσουν, οι γυναίκες χόρευαν μαζί τους πιστεύοντας πως ίσως είναι η τελευταία φορά. Το 1920, το τάνγκο επιστρέφει στο σπίτι του με τους πρώτους μετανάστες. Οι Αργεντίνοι χρειάζονταν αυτή την επιστροφή, ο χορός είχε χάσει την ταυτότητά του, είχε πάρει μια γαλλική στροφή. Ο πιο διάσημος κι αγαπητός βαρύτονος τραγουδιστής του τάγκο ήταν ο Γάλλος Carlos Gardel και η Παγκόσμια Ημέρα του Τάνγκο γιορτάζεται μέχρι σήμερα, στη μνήμη του, στις 11 Δεκεμβρίου, ημερομηνία γέννησης του Gardel.
Οι στίχοι των τραγουδιών τάνγκο αρχικά ήταν απλοί και κάπως αφελείς. Με τον καιρό και την οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 30, έγιναν πιο επαναστατικοί. Γενικά, ο κόσμος των στίχων του τάνγκο είναι εχθρικός: απαισιόδοξος, γεμάτος αισθήματα απελπισίας, απώλειας και ματαίωσης.
Από το 1930, η φράση «πλούσιος σαν Αργεντίνος», δεν ισχύει πια. Η οικονομική κρίση και η διαφθορά μαζί με την εμφάνιση του βωβού κινηματογράφου από τη μία, και των μικροφώνων στο τραγούδι από την άλλη, εξαφάνισαν τις μπάντες και τις ορχήστρες. Οι πιανίστες βρήκαν δουλειά στους κινηματογράφους και η νέα μόδα γίνεται πια το ραδιόφωνο.
Το τάνγκο σχεδιάστηκε να βγάζει προς τα έξω την πραγματική ταυτότητα του χορευτή. Αλλά αυτό γινόταν μόνο στο Παρίσι, όπου το τάγκο έδωσε τα πρώτα μαθήματα σεξουαλικότητας. Το τάνγκο είχε και έχει τη δυνατότητα να κάνει έναν καλό χορευτή να φαίνεται ακόμα πιο υπέροχος και γοητευτικός, επειδή δεν είναι μόνο ένας χορός, αλλά είναι και συναίσθημα, φέρνει μαζί λίγο από παλιά εποχή χωρίς να χάνει την επικαιρότητά του, συνδυάζει τέχνη και θέαμα, φέρει κάτι από τα φτωχά σοκάκια της Αργεντινής και τις αριστοκρατικές αίθουσες χορού του Παρισιού. Στο τάγκο, ο αρχηγός είναι ο άνδρας και η εξουσία του είναι τόσο σωματική όσο και συναισθηματική. Το αληθινό τάνγκο, είναι σχεδόν βίαιο, κτητικό. Έχει να κάνει με τις εναλλαγές των ποδιών και την ισορροπία του κορμιού, καθώς οι χορευτές μόλις που ακουμπούν τα πρόσωπά τους σε θέση προφίλ. Και άλλοι χοροί κατά καιρούς προσπάθησαν να εισάγουν φιγούρες ταμπού, αλλά μόνο το τάνγκο έμεινε αυθεντικό επειδή δεν είναι μόνο πάθος: είναι ιστορία.
Bình luận